- πληθωρικῆς
- πληθωρικόςplethoricfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Γκράμπε, Κρίστιαν Ντίτριχ — (Christian Dietrich Grabbe, Ντέτμολντ, Βεστφαλία 1801 – 1836). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Προσωπικότητα γεμάτη αντιφάσεις και εκκεντρικότητες, ο Γ. κατεχόταν, τόσο στη ζωή του όσο και στα έργα του, από μια ισχυρή έφεση προς το παράδοξο. Στην… … Dictionary of Greek
Γουέλς, Όρσον — (Orson Welles, Γουισκόνσιν 1915 – 1985). Αμερικανός σκηνοθέτης και ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Καλλιτέχνης με εξαιρετικά πρώιμο ταλέντο, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στο Gate Theater του Δουβλίνου σε ηλικία 16 ετών,… … Dictionary of Greek
αντιπληθωρισμός — ο οικονομική πολιτική που αποβλέπει στην ελάττωση της πληθωρικής κυκλοφορίας του χαρτονομίσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)